ἅμιλλος

ἅμιλλος
ἅμιλλος, ,
A = ἅμιλλα, Doroth. ap. Phot.p.92 R. [full] ἁμιλλοφόρος, Ar.Fr.42 D., perh. f.l. for -ότερος (cf. [full] ἁμιλλότεροι· ὲπὶ πλέον ἐρί ζοντες, Hsch.); sed potius leg. ἀμαλλοφόρος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άμιλλος — ἅμιλλος, ο (Μ) η άμιλλα* …   Dictionary of Greek

  • ἅμιλλον — ἅμιλλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισάμιλλος — ἰσάμιλλος, ον (Α) 1. ισόπαλος σε αγώνα, κυρίως δρόμου 2. αυτός που συναγωνίζεται επί ίσοις όροις 3. εφάμιλλος, ισότιμος 4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ισάμιλλα με ισόπαλο αποτέλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + άμιλλος (< ἅμιλλα), πρβλ. εν άμιλλος,… …   Dictionary of Greek

  • συνάμιλλος — ον, Α αντίπαλος, ανταγωνιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + άμιλλος (< ἅμιλλα), πρβλ. εφ άμιλλος] …   Dictionary of Greek

  • ἅμιλλ' — ἅμιλλα , ἅμιλλα contest for superiority fem nom/voc sg ἅμιλλαι , ἅμιλλα contest for superiority fem nom/voc pl ἅμιλλε , ἅμιλλος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”